Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνήρ"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἀνήρ (√ΑΝΕΡ), ἀνέρος, , Αττ. ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, κλητ. ἄνερ· πληθ. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ], -δρας· (, άλλα στο Επικ. ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρες, -ᾰ)· ο άνδρας, Λατ. vir (όχι homo)· I. ο άνδρας αντίθ. προς τη γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ. II. άνθρωπος, άνδρας αντίθ. προς το θεό, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, στον ίδ. III. άνδρας, αντίθ. προς το νέος, άνδρας στην ακμή της ηλικίας, στον ίδ. κ.λπ.· εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους άνδρες, σε Δημ. IV.άνδρας εμφατικά, πράγματι άνδρας, ἀνέρες ἔστε, φίλοι, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες, πολλοί άνθρωποι, αλλά λίγοι άνδρες, σε Ηρόδ. V. άντρας, αντίθ. προς τη γυναίκα του, σύζυγος, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰγῶνἄνερ, ο vir gregis του Βιργιλίου, σε Θεόκρ.
ἁνήρ[ᾱ], Αττ. κράση του ὁ ἀνήρ.
ἀν-ήριθμος, ποιητ. αντί ἀν-άριθμος.
ἀν-ήροτος, -ον (ἀρόω), ακαλλιέργητος, ο μη οργωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
ἀν-ήρτημαι, Παθ. παρακ. του ἀν-αρτάω.