Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνήκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-ήκω, μέλ. -ξω, I. 1. έχω φθάσει σ' ένα σημείο, ανέρχομαι· λέγεται για πρόσωπα, αἱμασιὴν ἀνήκουσαν ἀνδρὶ ἐς τὸν ὀμφαλόν, τείχος που φθάνει ως τη μέση του ανθρώπου, σε Ηρόδ.· ἀν. ἐς τὰ μέγιστα, φθάνω στο υψηλότερο σημείο, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, τοῦτο ἐς οὐδὲν ἀν., ανέρχεται στο τίποτα, στον ίδ.· αἱ πολλαὶ (ζημίαι) ἐς τὸν θάνατον ἀν., έφθασαν έως το θάνατο, σε Θουκ.· ἀν. ἔς σε ἔχειν, έχει φθάσει σε σένα να το αποκτήσεις, σε Ηρόδ. II. ανήκω, είμαι σωστός ή κατάλληλος, σε Κ.Δ.· τὸ ἀνῆκον, αυτό που είναι αρμόζον και πρέπον, στο ίδ.