Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνάξιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-άξιος, -ον και , -ον· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, ανάξιος, μη θεωρούμενος άξιος για, με γεν., σε Ηρόδ.· ἀνάξιον σοῦ, πολύ καλύτερο από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., ἀνάξιος δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν, σε Ηρόδ. 2. απόλ., ανάξιος, μη χρήσιμος, ευκαταφρόνητος, στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. -ίως, σε Σοφ. 3. αυτός που δεν αξίζει να πάθει κακό, στον ίδ., σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.