Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνάγω"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἀν-άγω, μέλ. -άξω, αόρ. βʹ ἀνήγαγον·
Α. I. 1.
οδηγώ από ένα χαμηλότερο σημείο σ' ένα ψηλότερο, σε Θέογν. κ.λπ. 2. οδηγώ στην ανοιχτή θάλασσα, μεταφέρω μέσω θαλάσσης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀν. ναῦν, βάζω πλοίο στη θάλασσα, σε Ηρόδ.· απόλ. με την ίδια σημασία, στον ίδ.· — είναι περισσότερο συνήθες στη Μέσ. 3. φέρνω από την ακτή προς την ενδοχώρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ιδίως από την Μικρά Ασία στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν. 4. σηκώνω, φέρνω από τους νεκρούς, σε Ησίοδ., Αισχύλ. 5. ἀν. χορόν, διευθύνω, οδηγώ χορό, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, ἀν. ὁρτήν, πανηγυρίζω εορτή, εορτάζω, σε Ηρόδ. 6. ανασηκώνω, εγείρω, κάρα, τὸ ὄμμα, σε Σοφ. κ.λπ. 7. ἀν. παιᾶνα, υψώνω τον παιάνα, στον ίδ. 8. με διάφορες σημασίες, ἀν. αἷμα, ξερνώ αίμα, σε Πλούτ.· ἀν. ποταμόν, ανυψώνω το νερό του ποταμού (πάνω από τις όχθες του), σε Λουκ.· ἀν. φάλαγγα, όπως το ἀναπτύσσειν, σε Πλούτ.· προσάγω φυλακισμένο για ανάκριση, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. επαναφέρω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο, σε Δημ. 3. ανοικοδομώ, σε Πλούτ. 4. υπολογίζω ή λογαριάζω, στον ίδ. 5. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), αποσύρω, αποτραβιέμαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Ξεν.· ἐπὶ πόδα ἀν., υποχωρώ με πρόσωπο προς τον εχθρό. 6. μειώνω σε ποσότητα, συστέλλω, σε Δημ. Β. 1. Μέσ. και Παθ., ανοίγομαι στη θάλασσα, σαλπάρω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀναχθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀναχθείς, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., καθίσταμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, ὡς ἐρωτήσων, σε Πλάτ.
ἀναγωγή, , (ἀνάγω), αναγωγή, οδήγηση, ιδίως πλοίου στην ανοιχτή θάλασσα, έκπλους, σε Θουκ. κ.λπ. II. επαναφορά, επιστροφή· απόδοση κατά το νόμο, σε Πλάτ.
ἀν-άγωγος, -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση· λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
ἀν-ᾰγώνιστος, -ον (ἀγωνίζομαι), αυτός που δεν έχει μάχη, σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για βραβείο, σε Ξεν.