Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνάγκη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνάγκη, Ιων. και Επικ. ἀναγκαίη, (ἄγχω), I. 1. δύναμη, επιβολή, ανάγκη, πίεση, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀνάγκῃ, μέσω βίας, κατ' ανάγκην ή με Ενεργ. σημασία, με βία, με πίεση, στον ίδ.· ομοίως ὑπ' ἀνάγκης, ἐξ ἀνάγκης, δι' ἀνάγκης, πρός ἀνάγκην, κατ' ἀνάγκην, σε Αττ.· ἀνάγκη ἐστί με απαρ. είναι ζήτημα αναγκαιότητας να γίνει κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν, σε Αισχύλ.· στους Τραγ. πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή 'στ' ἀνάγκη ή πολλή μ' ἀνάγκη, μαζί με το οποίο πρέπει να προστεθεί απαρ. 2. πραγματική δύναμη, βία, μαρτύριο, βασανισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., δολοποιὸς ἀν., δηλ. το στρατήγημα του Νέσσου, σε Σοφ. 3. σωματικός πόνος, αγωνία, σπαραγμός, κατ' ἀνάγκην ἕρπειν, με πόνο, στον ίδ.· ὑπ. ἀνάγκης βοᾶν, στον ίδ. II. ομοίως προς το Λατ. hecessitudo, δεσμός αίματος, συγγενική σχέση, συγγένεια, σε Λυσ. κ.λπ.