Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνάβασις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνάβᾰσις, ποιητ. ἄμβασις, -εως, (ἀναβαίνω), I. 1. αναρρίχηση, ανέβασμα, ανέβασμα στη ράχη αλόγου, σε Ξεν.· πᾶσα ἄμβασις = πάντες ἀναβάται, όλοι οι ιππείς, σε Σοφ. 2. επιχείρηση από τα παράλια προς την Κεντρική Ασία, όπως εκείνη του Κύρου του Νεώτερου, σε Ξεν. II. άνοδος, ανηφοριά, ανέβασμα πύργου ή βουνού, σε Ηρόδ., Θουκ.