Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμύνω[ῡ], Επικ. παρατ. ἄμῡνον, μέλ. ἀμῠνῶ, Ιων. -ῠνέω· αόρ. αʹ ἤμῡνα, Επικ. ἄμυνα [ᾰ]· αντί αόρ. βʹ, βλ. ἀμυνάθωΜέσ. Επικ. παρατ. ἀμυνόμην, μέλ. ἀμυνοῦμαι, αόρ. αʹ ἠμυνάμην (από τη √ΜΥΝ με το α ως πρόθεμα, πρβλ. Λατ. munio, moenia)·
Α. I.
αποκρούω, απωθώ, σε Όμηρ. 1. με αιτ. προσ. ή πράγμ., αυτό που πρέπει να αποκρουστεί, με δοτ. προσ., για ποιον ή από ποιον αποκρούεται ο κίνδυνος, Δαναοῖσιν λοιγὸν ἄμυνον, αποκρούει την καταστροφή από τους Δαναούς, σε Ομήρ. Ιλ.· η δοτ. συχνά παραλείπεται, ὃς λοιγὸν ἀμύνει, στο ίδ. 2. με δοτ. προσ., υπερασπίζομαι, βοηθώ, συντρέχω, συνδράμω, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. με γεν., από ποιον αποκρούεται ο κίνδυνος, Τρῶας ἄμυνε νεῶν, απώθησε τους Τρώες από τα πλοία, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 4. απόλ., αποκρούω επιθέσεις, βοηθώ, στο ίδ.· τὰ ἀμύνοντα, τροποι, μέσα άμυνας, σε Ηρόδ. II. σπανίως με αιτ., όπως Μέσ. II, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, σε Σοφ. Β. Μέσ., αποκρούω για τον εαυτό μου, φυλάσσομαι εναντίον κάποιου· 1. με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., για εκείνο από το οποίο αποκρούεται ο κίνδυνος, μάχομαι για ή προς υπεράσπισή του, στο ίδ.· ομοίως, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, στο ίδ.· ὑπέρ τινος, σε Ξεν. II. απόλ., υπερασπίζω τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ. III. ἀμύνεσθαί τινα, επίσης εκδικούμαι εναντίον εχθρού, ανταποδίδω, τιμωρώ, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, ἀμύνεσθαί τινά τινος ή ὑπέρ τινος, τιμωρώ για κάτι, στον ίδ.