Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφορεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφορεύς, -έως, , αιτ. ἀμφορέα· πληθ. ἀμφορῆς· συγκεκ. αντί ἀμφιφορεύς, I. αμφορέας, δοχείο, υδρία, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. μετρητής υγρών = μετρητής = 1,5 του αμφορέα ή περίπου 9 γαλόνια, στον ίδ.