Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφιφορεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφι-φορεύς, γεν. -έως, Επικ. -ῆος, (φέρω)· μεγάλο αγγείο με δύο χερούλια, Λατ. amphora, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφορεύς.