
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμφιλαφής"
- ἀμφι-λᾰφής, -ές (λαμβάνω), 1. αυτός που καταλαμβάνει όλες τις πλευρές, ευρέως εξαπλωμένος, λέγεται για μεγάλα δέντρα, σε Ηρόδ. 2. γενικά, άφθονος, υπερβολικός, τεράστιος, στον ίδ. κ.λπ.· γόος ἀμφ., καθολικός θρήνος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -φῶς, άφθονα, πλούσια, σε Πλούτ. 3. λέγεται για μέγεθος, ογκώδης, τεράστιος, σε Ηρόδ.