Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφιδέξιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφι-δέξιος, -ον, 1. αυτός που έχει δύο δεξιά χέρια, ο εξαιρετικά επιδέξιος, Λατ. ambidexter, σε Αριστ. 2. όπως το ἀμφήκης, δίστομος, δίκοπος, σε Ευρ. 3. μεταφ., δίσημος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, Λατ. anceps, χρηστήριον, σε Ηρόδ. 4. ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς, με δυο χέρια, σε Σοφ.· ἄμφ. πλευρόν, σε κάθε πλευρά, στον ίδ.