Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφιβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφι-βάλλω, μέλ. -βαλῶΜέσ. Επικ. μέλ. ἀμφιβαλεῦμαι· I. 1. περιβάλλω ή περιθέτω· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν, σε Ομήρ. Οδ.· 2. επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι τρίχα, αποκτώ, έχω λευκά μαλλιά, σε Σοφ. 3. αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ. II. ρίχνω γύρω τα χέρια, αγκαλιάζω, περιβάλλω, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ. III. επίσης με αιτ. προσ., περιβάλλω, σε Ευρ.