LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμφιέννυμι"
- ἀμφι-έννυμι ή -ύω· μέλ. ἀμφιέσω, Αττ. ἀμφιῶ, αόρ. αʹ ἠμφίεσα — Μέσ. ἠμφιεσάμην, Επικ. γʹ πληθ. ἀμφιέσαντο — μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀμφιεσθείς, παρακ. ἠμφίεσμαι· I. 1. περιβάλλω ή ενδύω, όπως το Λατ. circumdare, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά περισσότερο, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἐμὲ χλαῖναν ἀμφιέσασα, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ἠμφιεσμένος τι, φορώντας κάτι, ενδεδυμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. με δοτ. πράγμ., ἀμφ. τινά τινι, ντύνω κάποιον σε ή με κάτι, σε Πλάτ. II. Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Όμηρ.