LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμφίστομος"
- ἀμφί-στομος, ον (στόμα), με διπλό στόμιο, άνοιγμα, λέγεται για σήραγγα, σε Ηρόδ.· λαβαὶ ἀμφίστομοι, λαβές, χερούλια στις δύο πλευρές του στομίου του αγγείου, σε Σοφ.