Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφί"

Βρέθηκαν 187 λήμματα [1 - 20]
ἀμφί, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, και στις δύο πλευρές (πρβλ. ἄμφω, Λατ. ambo), ενώ η περί κυρίως σημαίνει τριγύρω.
Α.
με ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για αιτία, σχετικά με, για, εξαιτίας κάποιου πράγματος, ἀμφὶ γυναικός, σε Αισχύλ. 2. σχετικά με, δηλ. αναφορικά ή εξαιτίας ενός ζητήματος, ἀμφὶ φιλότητος ἀείδειν, τραγουδώ σχετικά ή εξαιτίας της αγάπης, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για τόπο, γύρω, τριγύρω, ἀμφὶ τῆς πόλιος, σε Ηρόδ. Β. με ΔΟΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· και στις δύο μεριές, ολόγυρα, ἀμφὶ ὤμοις, στήθεσσι, σε Όμηρ.· ομοίως, ἀμφὶ περὶ στήθεσσι, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα όπως ακριβώς το περί, ολόγυρα, τριγύρω, κρέα ἀμφὶ ὀβελοῖς ἔπειραν, διαπέρασαν το κρέας ολόγυρα, δηλ. από πάνω στις σούβλες, στον ίδ. 2. γενικά, κοντά, γύρω, σε, ἀμφὶπύλῃσι, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. σχετικά, συναφώς, ἔρις ἀμφὶ μουσικῇ, σε Ηρόδ.· χάριν, εξαιτίας, ἀμφ' Ἑλένῃ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. όπως το Λατ. prae, ἀμφὶ τάρβει, ἀμφὶ φόβῳ, prae pavore, φόβου ένεκα, σε Αισχύλ., Ευρ. Γ. με ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο· περίγυρα, ολόγυρα, κυρίως με τη σημασία της κίνησης, ἀμφί μιν φᾶρος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρά, κοντά, ἀμφὶ ῥέεθρα, κάπου γύρω στις όχθες, στο ίδ. 3. λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται γύρω από κάποιον, οἱ ἀμφὶ Πρίαμον, ο Πρίαμος και η ακολουθία του, στο ίδ.· οἱ ἀμφὶ Ξέρξεα δηλ. ο στρατός του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν, η σχολή του Πρωταγόρα ή ο ίδιος ο Πρωταγόρας, σε Πλάτ. 4. κλαίειν ἀμφί τινα, κλαίω, θρηνώ σχετικά ή για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 5. εἶναι, διατρίβειν ἀμφί τι, είμαι απασχολημένος με αυτό, σε Ξεν. II. ως ασαφής δήλωση χρόνου, περίπου, σε Πίνδ.· ἀμφὶΠλειάδων δύσιν, σε Αισχύλ.· ομοίως για αριθμό, Λατ. circiter, ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας, γύρω, περίπου στους εκατόν είδοσι χιλιάδες, σε Ξεν. Δ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ: 1. ως επίρρ., και στις δύο μεριές, εκατέρωθεν. 2. ἀμφίς Α II, ξεχωριστά, εκτός, σε Ομηρ. Ύμν. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. 1. αμφίπλευρως, όπως στο ἀμφίστομος = δίστομος. 2. ολόγυρα, σε όλες τις πλευρές, όπως ἀμφιλαμβάνω, ἀμφιλαφής. II. λέγεται για αιτία· εξαιτίας, χάριν, ένεκα, όπως στο ἀμφιμάχομαι.
ἀμφιάζω ή ἀμφιέζω, αόρ. αʹ ἠμφίᾰσα (ἀμφί), ντύνω κάποιον, τινά, σε Πλούτ.· μεταφ. λέγεται για τάφο, ὄστεα ἠμφίασεν, σε Ανθ.
ἀμφί-ᾰλος, -ον (ἅλς), 1. περιτριγυρισμένος από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 2. λέγεται για την Κόρινθο, μεταξύ δυο θαλασσών, διθάλασσος, αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες, το bimaris του Ορατίου, σε Ξεν.
Ἀμφιάρᾱος, -ου, Αττ. Ἀμφιάρεως, (χορίαμβος στους Τραγ.), ο Αμφιάραος, ο Αργείος μάντης, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἀμφίασμα, -ατος, τό (ἀμφιάζω), ένδυμα, σε Κτησ., Λουκ.
ἀμφ-ιάχω, λέγεται για πουλί, πετώ κράζοντας, σε ανωμ. μτχ. παρακ. ἀμφῐᾰχυῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, I. 1. περιδιαβαίνω, περιπατώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. δρασκελίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως δρασκελίζω πεσμένο φίλο που έχει πέσει στη μάχη ώστε να τον προστατέψω, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, λέγεται για πολιούχους θεότητες, προστατεύω, στο ίδ. II. περιβάλλω, περικαλύπτω με αιτ., νεφέλη σκόπελον ἀμφιβέβηκε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με δοτ., νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσίν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πόνος φρένας ἀμφιβέβηκεν, στο ίδ. κ.λπ.
ἀμφι-βάλλω, μέλ. -βαλῶΜέσ. Επικ. μέλ. ἀμφιβαλεῦμαι· I. 1. περιβάλλω ή περιθέτω· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν, σε Ομήρ. Οδ.· 2. επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι τρίχα, αποκτώ, έχω λευκά μαλλιά, σε Σοφ. 3. αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ. II. ρίχνω γύρω τα χέρια, αγκαλιάζω, περιβάλλω, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ. III. επίσης με αιτ. προσ., περιβάλλω, σε Ευρ.
ἀμφίβᾰσις, -εως, (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφίβιος, -ον, αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. και στη στεριά και στη θάλασσα (νερό), αμφίβιος, σε Βατραχομ., Ανθ.
ἀμφίβλημα, -ατος, τό (ἀμφιβάλλω), κάτι που ρίχνεται τριγύρω, που περιβάλλει· I. στοά, περιστύλιο, σε Ευρ. II. ένδυμα, μανδύας, ρούχο, στον ίδ.
ἀμφίβληστρον, τό (ἀμφιβάλλω), I. οτιδήποτε ρίχνεται ολόγυρα· I. δίχτυ κυνηγίου, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για το ένδυμα που ρίχνεται σαν δίχτυ γύρω από τον Αγαμέμνονα, σε Αισχύλ. II. δεσμά, εμπόδιο, αλυσίδες, στον ίδ. III. λέγεται για τείχη, περίβολος, ιδίως λέγεται για τα τείχη της πόλης, σε Ευρ.
ἀμφι-βόητος, -ον, αυτός που αντηχεί, κάνει θόρυβο ολόγυρα, σε Ανθ.
ἀμφιβολία, Ιων. -ίη, , η κατάσταση της ταυτόχρονης και αμφίπλευρης επίθεσης, σε Ηρόδ.
ἀμφίβολος, -ον (ἀμφιβάλλω), I. αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε Ευρ. II. 1. αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.· ἀμφ. εἶναι, βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, σε Θουκ. 2. Ενεργ., αυτός που βάλλει και από τις δύο μεριές, δίστομος, σε Ανθ. III. αμφίβολος, αβέβαιος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἔθεντο, υπολόγιζαν την καλή τους τύχη ως αμφίβολη, σε Θουκ.· ἐν ἀμφιβόλῳ, σε ἀμφιβολία, σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ ἀμφιβόλως, σε Αισχύλ.
ἀμφι-βόσκομαι, αποθ., βοσκώ παντού ολόγυρα, σε Λουκ.
ἀμφί-βουλος, -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.
ἀμφί-βροτος, , -ον και -ος, -ον, αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον άνδρα, λέγεται για μεγάλη ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφί-βροχος, -ον (βρέχω), κάθυγρος, καταμουσκεμένος, σε Ανθ.
ἀμφι-βώμιος, -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.