LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμπέχω"
- ἀμπ-έχω και ἀμπ-ίσχω· Επικ. παρατ. ἄμπεχον· μέλ. ἀμφέξω, αόρ. βʹ ἤμπεσχον — Μέσ. ἀμπέχομαι και ἀμπίσχομαι, με γʹ πληθ. ἀμπισχνοῦνται· παρατ. ἠμπειχόμην, μέλ. ἀμφέξομαι· αόρ. βʹ ἠμπεσχόμην, μτχ. ἀμπισχόμενος· (ἀμπί Αιολ. αντί ἀμφί)· I. 1. περικυκλώνω, καλύπτω, τυλίγω, Λατ. cingere, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ. σκότος ἀμπίσχων, το περιβάλλον σκοτάδι, σε Ευρ. 2. αγκαλιάζω, στον ίδ. II. 1. περιβάλλω, Λατ. circumdare, ιδίως περιβάλλω κάποιον, με διπλή αιτ., σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. Μέσ., περιτυλίγομαι, φορώ, χλαίνας οὐκἀμπισχνοῦνται, στον ίδ.· ἀμπισχόμενος, τυλιγμένος με το μανδύα σου, στον ίδ.