LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμνήμων"
- ἀ-μνήμων, Δωρ. ἀμνάμων, -ον, γεν. -ονος· (μνήμη)· 1. είμαι αμνήμων, λησμονώ, ξεχνώ, σε Σοφ., Πλάτ.· τινός, κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. Παθ., ξεχασμένος, λησμονημένος, σε Ευρ.

