Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμβρόσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμβρόσιος, , -ον και -ος, -ον, επιτετ. τύπος του ἄμβροτος, αθάνατος, σε Ομηρ. Ύμν.· στον Όμηρ. η νύχτα και ο ύπνος αποκαλούνται αμβροσιακά, θεϊκά, ως δώρα των θεών· παρόμοια λέγεται για οτιδήποτε ανήκει στους θεούς, όπως τα μαλλιά τους, οι εσθήτες τους, τα σανδάλια τους, η τροφή και η φάτνη των αλόγων τους.