LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀμαυρόω"
- ἀμαυρόω[ᾰμ], μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἠμαύρωσα — Παθ. παρακ. ἠμαύρωμαι· Ιων. αόρ. αʹ ἀμαυρώθην· (ἀμαυρός)· αμαυρώνω, καθιστώ κάτι αδύνατο, εξασθενώ, αποδυναμώνω, σε Ξεν.· μεταφ., θολώνω, ελαττώνω, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., αμβλύνω, εξαλείφω, υπόκειμαι σε έκλειψη, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· εξαφανίζω, αφανίζω, σε Ησίοδ.