Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμαυρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμαυρός[ᾰμ], , -όν· 1. δυσθώρητος, αχνός, εξασθενημένος, απατηλός στην όψη, εἴδωλον ἀμ., σκιώδες φάσμα, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτός που δεν έχει φως, σκοτεινός, ζοφερός, νύξ, σε Λουκ.· τυφλός, αόμματος, σε Σοφ.· επίσης, ἀμαυρῷ κώλῳ, με το τυφλό πόδι, λέγεται για κουτσό, στον ίδ. II. μεταφ., 1. αμυδρός, ασαφής, αβέβαιος, κληδών, σε Αισχύλ.· ἐλπίς, σε Πλούτ. 2. άγνωστος, αφανής, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. 3. κατηφής, ταραγμένος, ἀνήσυχος, μελαγχολικός, φρήν, σε Αισχύλ. III. Ενεργ. εκλυτικός, αποδυναμωτικός, νοῦσος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.πρβλ. ἀμυδρός.