Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμαθής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμᾰθής, -ές (μανθάνω), I.1. αγράμματος, αδίδακτος, μωρός, ανόητος (βλ. ἀμαθία), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀμαθὴς τὴν ἐκείνων ἀμαθίαν, ανόητος με τη δική τους ανοησία, σε Πλάτ.· ἀμαθέστερον τῶννόμων ὑπεροψίας παιδεύεσθαι, δεν έχουμε εκπαιδευθεί με τόσο χαμηλή εκπαίδευση, ώστε να περιφρονούμε τους νόμους, σε Θουκ.· επίρρ. ἀμαθῶς ἁμαρτεῖν, πλανώμαι εξαιτίας της άγνοιας, σε Ευρ. 2. με γεν. πράγμ., χωρίς τη γνώση ενός πράγματος, στον ίδ.· περί τινος, πρός τι, σε Πλάτ. II. ανήκουστος, άγνωστος, ἀμ. ἔρρει, σε Ευρ.· επίρρ. ἀμαθῶς χωρεῖν, λέγεται για γεγονότα, λαμβάνει απρόβλεπτη έκβαση, σε Θουκ.