Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμήχανος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-μήχᾰνος, Δωρ. ἀμάχανος, -ον, (μηχανή), I. 1. αυτός που έχει έλλειψη μέσων ή πόρων, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, τινος, για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. εἴς τι, στενόχωρος ως προς κάτι, σε Ευρ. 2. με απαρ., μη γνωρίζοντας τί να πράξει, ανίκανος να πράξει, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ. II. με Παθ. σημασία: 1. απραγματοποίητος, δύσκολος, αδύνατος, με απαρ.· ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν, δρόμος δύσκολος στη διάβαση, σε Ξεν.· ἀμήχανόν ἐστι, με απαρ., είναι αδύνατο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ἀμήχανα, ακατόρθωτα, αδύνατα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. αυτό έναντι του οποίου δε μπορεί να γίνει τίποτα, ακατανίκητος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, ἀμήχανα ἔργα, στενοχώρια που δε βρίσκει γιατρειά ή βοήθεια, στο ίδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για όνειρα, ανεξήγητος, ανερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ. 3. ακατάληπτος, άπειρος, άμετρος, σε Πλάτ.· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, υπέρτατη ευτυχία, στον ίδ.· συχνά με αιτ., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, δηλ. ασύλληπτος ως προς το μέγεθος κ.λπ., στον ίδ., σε Ξεν.· ο Πλάτ. συχνά προσθέτει τις αναφ. αντων. οἷος, ὅσος και ὡς, όπως, ἀμήχανον ὅσον χρόνον, μια ασύλληπτη διάρκεια του χρόνου· ἀμηχάνως ὡς εὖ, υπερβολικά, εξαισίως καλά.