Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμέρδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμέρδω[ᾰ], μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἤμερσα, Επικ. ἄμερσαΜέσ. αόρ. αʹ μτχ. ἀμερσάμενοςΠαθ. αόρ. αʹ ἠμέρθην· (α ευφωνικό, μείρομαι), 1. αποστερώ, αφαιρώ από κάτι, με γεν., σε Ησίοδ., Ομήρ. Οδ.Παθ., στερούμαι κάποιου πράγματος, γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς, οὐδέ τι δαιτός ἀμέρδεαι, σε Όμηρ. 2. με αιτ. προσ. μόνο, αποστερώ των φυσικών δικαιωμάτων του, ληστεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄσσεδ' ἄμερδεν αὐγή, η λάμψη θάμπωσε τα μάτια, τα τύφλωσε, στο ίδ.· ἔντεα καπνὸς ἀμέρδει, ο καπνός αφαιρεί τη στιλπνότητά τους, τα μαυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.