Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμέλγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμέλγω[ᾰ], μέλ. -ξω, I.αρμέγω πρόβατα και κατσίκες· βόας, σε Θεόκρ.Μέσ. με μεταφ. σημασία, ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, παίρνω ό,τι έχουν, τους απογυμνώνω, σε Αριστοφ. II. μεταγγίζω γάλα από τα ζώα, ἁμ. γάλα, σε Ηρόδ.Παθ., ὄϊες ἀμελγόμεναι γάλα, έχοντας τραβήξει γάλα απ' αυτές, γαλακτερές προβατίνες, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., απομυζώ όπως το γάλα, εξάγω, ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε γόνος, σε Ανθ. III. πίνω, σε Θεόκρ. (από τη √ΜΕΛΓ, με το α ως πρόθεμα, προέρχεται επίσης και το ἀμ-μολγεύς· πρβλ. Λατ. MULG-eo).