Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμάω[ᾱ στον Όμηρ., στους μεταγενέστερους ποιητές]· παρατ. ἤμων, μέλ. ἀμήσω, αόρ. αʹ ἤμησα, Επικ. ἄμησαΜέσ. μέλ. ἀμήσομαι· Επικ. αόρ. αʹ ἀμήσατοΠαθ. παρακ. ἤμημαι, θερίζω σιτάρι, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ἤμησαν καλῶς, θέρισαν άφθονη σοδειά, σε Αισχύλ.· ομοίως με αιτ., θερίζω, μάλα κεν βαθὺ λήϊον.. εἰς ὥρας ἀμῷεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον, σε Ηρόδ. 2. γενικά, κόβω καλάμια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. II. στη Μέσ., συγκεντρώνω, συλλέγω, συμμαζεύω, όπως οι θεριστές συγκεντρώνουν το σιτάρι, ἀμησάμενοι (γάλα), έχοντας συλλέξει γάλα· ομοίως στην Ενεργ., ἀμήσας κόνιν, έχοντας ξύσει μαζί το έδαφος πάνω από ένα πτώμα, σε Ανθ. (από τη√ΜΑ με προσθήκη α ευφωνικού, πρβλ. Λατ. MET-O, θερίζω, κόβω).