
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλώπηξ"
- ἀλώπηξ[ᾰ], -εκος, ἡ, δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, η αλεπού, σε Σόλωνα, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).