Αποτελέσματα για: "ἀλλᾶς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ἀλλᾶς, -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, λουκάνικο, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
-
ἀλλάσσω, μεταγεν. Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ἤλλαξα, παρακ. ἤλλᾰχα — Μέσ. μέλ. ἀλλάξομαι, αόρ. αʹ ἠλλαξάμην — Παθ. μέλ. ἀλλαχθήσομαι, μέλ. βʹ ἀλλαγήσομαι, αόρ. αʹ ἠλλάχθην, αόρ. βʹ ἠλλάγην [ᾰ], παρακ. ἤλλαγμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἤλλακτο· (ἄλλος)· I. κάνω κάτι διαφορετικό απ' ό,τι είναι, αλλάζω, μετατρέπω, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. 1. ἀλλ. τί τινος, δίνω εις αντάλλαγμα, απαλλάσσω το ένα για το άλλο, σε Αισχύλ.· τι ἀντί τινος, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ. 2. ξεπληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι, φόνον φονεῦσιν, σε Ευρ. 3. παραιτούμαι, εγκαταλείπω, παρατώ, οὐράνιον φῶς, σε Σοφ. III. παίρνω κάτι έναντι άλλων, κάκιον τοὐσθλοῦ, σε Θέονγ.· ἀλλ. θνητὸν εἶδος, προσλαμβάνω θνητή μορφή, σε Ευρ. — Μέσ., ἀλλάσσεσθαί τίτινος, ένα αγαθό για κάποιο άλλο, εὐδαιμονίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, αγοράζω, τι ἀντ' ἀργυρίου, σε Πλάτ. IV. διαδέχομαι, εναλλάσσομαι, σκῆπτρ' ἀλλάσσων ἔχειν, έχει διαδοχικά την εξουσία, σε Ευρ. — Παθ., ἀρεταὶ ἀλλασσόμεναι, που εναλλάσσονται διαδοχικά, σε Πίνδ.