Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλλότριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλλότριος, , -ον (ἄλλοςI. αντίθ. προς το ἴδιος, I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κάποιον άλλο, Λατ. alienus, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀλλ. γυνή, η σύζυγος κάποιου άλλου άνδρα, σε Αισχύλ.· γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, λέγεται για τους μνηστήρες που γελούσαν με ένα πρόσωπο ξένο από το δικό τους, δηλ. με ένα επιτηδευμένο και αφύσικο γέλιο, σε Ομήρ. Οδ. (το malis ridere alienisτου Ορατίου είναι διαφορετικό)· ἀλλ. ὄμμασιν, με τη βοήθεια των ματιών κάποιου άλλου, σε Σοφ.· ἀλλοτριωτάτοις τοῖς σώμασιν χρῆσθαι, μεταχειρίζομαι το σώμα μου σαν να ανήκε απολύτως σε κάποιον άλλο, σε Θουκ. II. αντίθ. προς το οἰκεῖος, ξένος, ανοικείος, Λατ. peregrinus, σε Όμηρ.· συχνά με σημασία εχθρότητας και μίσους, σε Ομήρ. Ιλ. III. επίρρ. ἀλλοτρίως ἔχειν ή διακεῖσθαι πρός τινα, δεν διάκειμαι ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, σε Λυσ.· συγκρ. -ιώτερον, λιγότερο ευνοϊκά, σε Δημ.