LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλκυών"
- ἀλκυών, -όνος, ἡ, θαλάσσιο πτηνό που τρώει ψάρια, Λατ. alcedo, σε Όμηρ. κ.λπ. (ο τύπος ἁλκυών είναι λανθασμένος).