Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλκή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀλκή, (ἄλαλκε), I. ισχύς όπως φαίνεται στην πράξη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία, ἐπιειμένος ἀλκήν, ενδεδυμένος με ανδρεία, σε Ομήρ. Ιλ.· δύεσθαι ἀλκήν, στο ίδ.· στον πληθ., κατορθώματα ανδρείας, σε Πίνδ. II. ισχύς προς απόκρουση κινδύνου, άμυνα, οχύρωση, προφύλαξη, υπεράσπιση, σε Όμηρ.· ἀλκή τινος, άμυνα ή βοήθεια σε κάτι, σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.· ἐς ή πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι, στρέφομαι και ανθίσταμαι, είμαι έτοιμος να προφυλαχθώ ή να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀλκῆς μεμνῆσθαι, στον ίδ. III. συμπλοκή, μάχη, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀλκήεις, -εσσα, -εν, γενναίος, πολεμικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.