Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλιτρός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀλῑτρός, -όν, συγκοπτ. αντί ἀλιτηρός, αμαρτωλός, κακός, φαύλος· και ως ουσ., δαίμοσιν ἀλιτρός, υβριστής απέναντι στους θεούς, σε Όμηρ.· με ηπιότερη σημασία, πανούργος, κατεργάρης, σε Ομήρ. Οδ.
ἀλῑτροσύνη, = ἀλιτρία, σε Ανθ. κ.λπ.