Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλιταίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλῐταίνω (√ΑΛΙΤαόρ. βʹ ἤλῐτον, υποτ. ἀλίτω, ευκτ. ἀλίτοιμι, μτχ. ἀλιτώνΜέσ., Επικ. γʹ πληθ. αόρ. βʹ ἀλίτοντο, υποτ. ἀλίτωμαι, απαρ. ἀλιτέσθαι· μτχ. ἀλιτήμενος (σχημ. όπως αν προερχόταν από το ἀλίτημι, πρβλ. τιθήμενος, Επικ. αντί τιθέμενος1. με αιτ. προσ., αμαρτάνω ή διαπράττω ύβρη απέναντι στο θεό, σε Όμηρ., Αισχύλ. 2. με αιτ. πράγμ., παραβαίνω, Διὸς ἐφετμός, σε Ομήρ. Ιλ. 3. η μτχ. ἀλιτήμενος χρησιμ. ως επίθ., αμαρτωλός, σε Ομήρ. Οδ.