LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλιτήριος"
- ἀλῐτήριος, -ον (ἀλιταίνω), 1. αμαρτάνω ή διαπράττω ύβρη απέναντι σε θεό, με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ. 2. απόλ., αμαρτωλός, ένοχος, σε Λυσ. κ.λπ.