Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλισγέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλισγέω, μιαίνω, μολύνω· απ' όπου ἀλίσγημα, τό, μίασμα, μόλυνση, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).