Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀληθής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-ληθής[ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, -ές (α στερητικό, λήθω = λανθάνω)· φανερός, εμφανής, αληθινός· I. αληθινός, αντίθ. προς το ψευδής, σε Όμηρ.· τὸ ἀληθές, με κράση τἀληθές, Ιων. τὠληθές και τὰ ἀληθῆ, με κράση τἀληθῆ, η αλήθεια, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ειλικρινής, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, αληθής, αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. επίρρ. ἀληθῶς, Ιων. -θέως, 1. αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. πράγματι, όντως, στην πραγματικότητα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς ἀληθῶς, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. III. ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. ἄληθες; itane? πράγματι; αλήθεια; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. τὸ ἀληθές, πράγματι, Λατ. revera, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και τὸ ἀληθέστατον, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.