Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλεγίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλεγίζω, Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ., (ἀλέγω), μεριμνώ για κάτι, φροντίζω για, σε Όμηρ. πάντα με άρνηση, με γεν. πράγμ., τῶν μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προσέχω, μεριμνώ, φροντίζω, στο ίδ.