Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλαόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλᾰόω, μέλ. -ώσω (ἀλαός), αποτυφλώνω, τυφλώνω, στερώ την όραση, ὀφθαλμοῦ, λέγεται για μάτι, σε Ομήρ. Οδ.