LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλαπαδνός"
- ἀλᾰπαδνός, -ή, -όν (ἀλαπάζω), εξαντλημένος, ανίσχυρος, αδύναμος, αδυνάτου χαρακτήρα, διστακτικός, άνανδρος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· συγκρ. ἀλαπαδνότεροι, σε Ομήρ. Ιλ.