Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλέγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλέγω, μόνο σε ενεστ., I. μεριμνώ, φροντίζω, κυρίως με άρνηση· 1. απόλ., οὐκ ἀλ., δεν με νοιάζει, δεν φροντίζω, Λατ. negligo, σε Όμηρ.· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, αδιάφοροι, άμυαλοι, παράτολμοι, απερίσκεπτοι σκύλοι, σε Ομήρ. Οδ.· χωρίς άρνηση, ἀλέγουσι κιοῦσαι, περπατούν με πολλή προσοχή. II. με πτώση, 1. με γεν., φροντίζω για, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. 2. με αιτ., προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρίς άρνηση, ὅπλαἀλέγουσιν, φροντίζουν για, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τη √ΛΕΓ = LIG, σε Λατ. re-ligio, α ευφωνικό).