Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀλάστωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀλάστωρ, -ορος, , I. Τιμωρός Θεά, καταστροφικός άγγελος, σε Τραγ.· ἀλ. οὑμός, σε Σοφ.· βουκόλων ἀλάστωρ, η πληγή, η μάστιγα των βοσκών, λέγεται για το λιοντάρι της Νεμέας, στον ίδ. II. Παθ., αυτός που πάσχει, υποφέρει από εκδίκηση, άθλιος, καταραμένος, σε Αισχύλ., Δημ. (Είτε από το ἄλαστος είτε από το ἀλάομαι, αυτός που κάνει κάποιον να περιπλανιέται).