LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκόρητος"
- ἀ-κόρητος, -ον (κορέννυμι), I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.