Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκόλουθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-κόλουθος, -ον (α αθροιστικό κέλευθος), 1. αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., ακόλουθος, υπηρέτης, Λατ. pedisequus, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἀκόλουθοι, αυτοί που ακολουθούν το στράτευμα, σκευοφόρα, σε Ξεν. 2. αυτός που ακολουθεί μετά από κάποιον, με γεν., Νηρῄδων ἀκ., σε Σοφ. 3. αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως συνέπεια, ο σύμφωνος προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο σύμφωνος με κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -θως, σύμφωνα, συμφώνως προς, τοῖς νόμοις, σε Δημ.