LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκρόπολις"
- ἀκρό-πολις, ποιητ. ἀκρό-πτολις, -εως, ἡ, I. η ανώτερη πόλη, δηλ. η ακρόπολη, το φρούριο, Λατ. arx, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ιδίως η Ακρόπολη των Αθηνών, η οποία χρησίμευε σαν θησαυροφυλακίο ή ταμείο, σε Θουκ. II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, οχυρό, οχύρωμα, προπύργιο άμυνας, σε Θέογν.