Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκροάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκροάομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ ἠκροᾱσάμην, παρακ. ἠκρόᾱμαι· αποθ.· I. 1. ακούω με προσοχή, προσέχω σε, με γεν. προσ., αιτ. πράγμ., σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ. 2. απόλ., ακούω, προσέχω, ὁ ἀκροώμενος, ακροατής, λάτρης, οπαδός, απόστολος, σε Πλάτ., Ξεν. II. προσέχω, ασχολούμαι, παρακολουθώ, υπακούω σε, τινός, σε Θουκ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).