LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκριβολογέομαι"
- ἀκρῑβολογέομαι, αποθ., είμαι ακριβής ή λεπτολόγος, ακριβολόγος στα λόγια ή στον τρόπο σκέψης, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., σταθμίζω κάτι με ακρίβεια, στον ίδ.