Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκριβής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκρῑβής, -ές, I. ακριβής, λεπτομερής, ακριβολόγος, φτιαγμένος ή καμωμένος ορθά, με ακρίβεια, σε Ευρ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, ακριβής, ακριβολόγος, αυστηρός, ολοκληρωμένος, πλήρης, τέλειος, σε Θουκ. κ.λπ.· ιδίως, μέχρι υπερβολής ακριβής, λεπτολόγος, σχολαστικός, ακριβολόγος, τυπικός, περίεργος, σε Πλάτ.· τὸ ἀκριβές = ἀκρίβεια, σε Θουκ.· επίρρ. -βῶς, λεπτομερώς, με ακρίβεια, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. φειδωλός, λιτός, σε Μένανδρ. (αμφίβ. προέλ.).