LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκρατοπότης"
- ἀκρᾱτο-πότης, -ου, Ιων. ἀκρητοπότης, -εω, ὁ (ἄκρατος, πίνω), ο πότης, αυτός που πίνει άκρατο κρασί δηλ. χωρίς πρόσμειξη νερού, σε Ηρόδ.