Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκραιφνής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκραιφνής, -ές, συγκοπτ. τύπος του ἀκεραιο-φανής (ἀκέραιος, φαίνομαι), I. αμιγής, καθαρός, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πενία ἀκρ., απόλυτη, πλήρης φτώχεια, ανέχεια, σε Ανθ. II. αβλαβής, ολόκληρος, Λατ. integer, σε Ευρ., Θουκ. 2. με γεν., άθικτος, ακηλίδωτος από κάτι, σε Σοφ.