Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκράχολος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκρά-χολος, [ᾱ], -ον (ἄκρος, χόλος), I. οξύθυμος, οργίλος, φλογερός, αψύς, σε Αριστοφ. II. αυτός που βρίσκεται σε παράφορη θλίψη, σε Θεόκρ.