Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκμή"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἀκμή, (ἀκή I), I. αιχμή, άκρη, κόψη, χείλος· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο σημείο (βλ. ξυρόνἀμφιδέξιοι ἀκμαί, τα ακροδάχτυλα και των δύο των χεριών, σε Σοφ.· ποδοῖν ἀκμαί, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ. II. το ψηλότερο σημείο ενός πράγματος, άνθος, ακμή, το ζενίθ της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, στον ίδ.· ἀκμὴ βίου, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ εἶναι = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· ἀκμὴν ἔχειν, λέγεται για σιτάρι που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. ἦρος, η ακμή της άνοιξης, σε Πίνδ.· ἀκ. θέρους, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· ἀκ. τῆς δόξης, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το βία, ἀκμή Θησειδᾶν, σε Σοφ. III. όπως το καιρός, ο πιο πρόσφορος, ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη περίοδος, σε Τραγ.· ἔργων, λόγων ἀκμή, καιρός για πράξεις, έργα, καιρός για λόγια, σε Σοφ.· ἀκμή ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς εἶναι με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω κάτι, σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, έχει φθάσει στο κρίσιμο σημείο, σε Δημ.
ἀκμήν, αιτ. του ἀκμή, χρησιμ. ως επίρρ. I. μόλις, τώρα δα, σε Ξεν. II. ακόμη, έτι, σε Θεόκρ., Κ.Δ.
ἀκμηνός, , -όν (ἀκμή), σε πλήρη ανάπτυξη, σε Ομήρ. Οδ.
ἄκμηνος, -ον, αυτός που νηστεύει, νηστικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄκμηνος σίτων, δόρποιο, αυτός που απέχει από την τροφή, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
ἀ-κμής, -ῆτος, , (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
ἄ-κμητος, -ονΛυρ. ἄκματος (κάμνω) = ἀκμής, σε Ομηρ. Ύμν.